ἰόμωροι

ἰόμωροι
ἰόμωροι
caring for arrows
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιόμωροι — ἰόμωροι, οἱ (Α) (για τους Αργείους) 1. θορυβώδης, ταραχώδης, φωνακλάς («Ἀργεῑοι ἰόμωροι», Ομ. Ιλ.) 2. δυστυχής, άθλιος, δύσμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό τού ον. Αργείοι. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ἰομώρους — ἰόμωροι caring for arrows masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιόβακχος — Ἰόβακχος, ὁ (Α) 1. ο Βάκχος τον οποίο επικαλούνταν με την κραυγή ἰώ 2. ύμνος που άρχιζε με τη φράση ἰώ Βάκχε 3. στον πληθ. oἱ Ἰόβακχοι τα μέλη θρησκευτικού θιάσου στην Αθήνα για τη λατρεία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφώνημα ἰώ + Βάκχος.… …   Dictionary of Greek

  • u̯ī̆-2, u̯oi- (*su̯ī̆-) —     u̯ī̆ 2, u̯oi (*su̯ī̆ )     English meaning: expr. root     Deutsche Übersetzung: in Schallworten     Material: Gk. ἰά̄, Ion. ἰή f. ‘shout, call, scream” (Fιά:), ἰαῖ, ἰ̄ή “Ausruf the Freude or of Schmerzes”, Hom. (F)ἰόμωροι epithet the Argiver …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”